- ἀνδροφόντης
- ἀνδρειφόντηςman-slayingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανδρεϊφόντης — ἀνδρεϊφόντης, ο (Α) ανδροκτόνος, αντροφονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + φόντης < θείνω «σκοτώνω», με επίδραση του φόνος. Ο τ. ανδρειφόντης αντί ανδροφόντης αναλογικά προς το αργειφόντης*] … Dictionary of Greek
αυτοφόντης — αὐτοφόντης, ο (Α) ο φονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + φόντης < θείνω «σκοτώνω» με επίδραση του φόνος (πρβλ. ανδροφόντης, μητροφόντης, πατροφόντης κ.ά.)] … Dictionary of Greek